- μεσόκοπος
- -η, -οαυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσήλικας, ο μεσοκαιρίτης: Είναι μεσόκοπη αλλά παριστάνει τη νεαρή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεσόκοπος — η, ο (Α μεσόκοπος, ον) αυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσήλικος αρχ. ο μέτριος ως προς το μήκος, ούτε μακρύς ούτε κοντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κόπος (πρβλ. νεό κοπος)] … Dictionary of Greek
μεσόκοπον — μεσόκοπος of middle size masc/fem acc sg μεσόκοπος of middle size neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοκόπους — μεσόκοπος of middle size masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοκόπῳ — μεσόκοπος of middle size masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσόκοποι — μεσόκοπος of middle size masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίμεσος — η (Α ἐπίμεσος, ον) [μέσος] νεοελλ. η μεσοκάθετος αρχ. 1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος 2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσάρης — ο, θηλ. μεσάρα μεσήλικος, μεσόκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. άρης] … Dictionary of Greek
μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… … Dictionary of Greek
μεσοκαιρίτης — και μισοκαιρίτης, ο, θηλ. μεσοκαιρίτισσα (Μ μεσοκαιρίτης και μεσοκιρίτης) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τής ζωής του, στο μέσο τής ηλικίας του, μεσήλικος, μεσόκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + καιρίτης (< καιρός + κατάλ. ίτης), πρβλ. πολυ… … Dictionary of Greek